η πόλη άδεια.
εσύ και γω,ξαπλωμένοι στην αρχή μιας κατηφόρας,ανάσκελα,ο ένας να ακουμπάει στον ώμο του άλλου,να κοιτάμε τον ουρανό.
υπάρχει μια αίσθηση πορτοκαλί τριγύρω.
ένα ξαφνικό αεράκι κάνει τα φύλλα του δέντρου να χορεύουν.
σηκώνεσαι,απότομα.
με κοιτάς.
έχεις αυτό το ύφος που έχεις πάντα όταν σκέφτεσαι κάτι...ύποπτο.
εγώ απορημένη,σηκώνομαι.
χαμογελάς,πονηρά.
χαμογελάω και εγώ.
μου δίνεις το χέρι σου.
ακουμπάω το δικό μου στην παλάμη σου.
χωρίς δισταγμό.
ψιθυρίζεις, "έτοιμη;"
γνέφω καταφατικά.
και πάλι χωρίς δισταγμό.
αρχίζουμε να τρέχουμε στην απότομη κατηφόρα.
η κατηφόρα γίνεται όλο και πιο απότομη.
εσύ με κρατάς όλο και πιο σφιχτά.
τρέχουμε όλο και πιο γρήγορα.
σύντομα ξεσπάμε σε γέλια.
και συνεχίζουμε να τρέχουμε.
νιώθω ελεύθερη.
και νιώθω πως νιώθεις και εσύ το ίδιο ελεύθερος.
η κατηφόρα μοιάζει να μη σταματάει πουθενά.
ούτε εμείς σταματάμε.
σε κοιτάζω περιμένοντας να με κοιτάξεις και εσύ.
μόλις το βλέμμα σου συναντάει το δικό μου σου φωνάζω
-πόσο ακόμη;
-μέχρι το τέλος!
:O
ΑπάντησηΔιαγραφή:)
ΑπάντησηΔιαγραφή